Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τεκών
τελαμών
τελαμωνία
τελαμωνίδιον
τελαμωνίζω
Τελαμώνιοι
τελάρχης
τελάσσαι
τέλβω
τελδαίνειν
τελεάρχης
τελέαρχος
τελέεις
τελέθω
τελειάζω
τελειογονέω
τελειογονία
τελειόγονος
τελειοκαρπέω
τελειοποιέω
τέλειος
View word page
τελεάρχης
τελεάρχης,
A). v. τελάρχης .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τελεάρχης
Headword (normalized):
τελεάρχης
Headword (normalized/stripped):
τελεαρχης
IDX:
102910
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102911
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τελεάρχης</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τελάρχης</span> .</div> </div><br><br>'}