Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
τέκτων
τεκών
τελαμών
τελαμωνία
τελαμωνίδιον
τελαμωνίζω
Τελαμώνιοι
τελάρχης
τελάσσαι
τέλβω
τελδαίνειν
τελεάρχης
τελέαρχος
τελέεις
τελέθω
τελειάζω
τελειογονέω
τελειογονία
τελειόγονος
τελειοκαρπέω
τελειοποιέω
View word page
τελδαίνειν
τελδαίνειν·
κομιδῆς ἀξίου
,
Hsch.
(Fort.
μελεδαίνειν· κ. ἀξιοῦν
.)
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τελδαίνειν
Headword (normalized):
τελδαίνειν
Headword (normalized/stripped):
τελδαινειν
IDX:
102909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102910
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τελδαίνειν·</span> <span class="foreign greek">κομιδῆς ἀξίου</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (Fort. <span class="foreign greek">μελεδαίνειν· κ. ἀξιοῦν</span>.)</div><br><br>'}