Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
τεκτόναρχος
τεκτονεῖον
τεκτονεύω
τεκτονέω
τεκτονία
τεκτονικός
τεκτονουργός
τεκτονόχειρ
τεκτοσύνη
τέκτων
τεκών
τελαμών
τελαμωνία
τελαμωνίδιον
τελαμωνίζω
Τελαμώνιοι
τελάρχης
τελάσσαι
τέλβω
τελδαίνειν
τελεάρχης
View word page
τεκών
τεκών
, aor. part. of
τίκτω
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τεκών
Headword (normalized):
τεκών
Headword (normalized/stripped):
τεκων
IDX:
102900
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102901
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τεκών</span>, aor. part. of <span class="foreign greek">τίκτω</span>.</div><br><br>'}