Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
τεκνοτρώκτης
τεκνουργία
τεκνοῦς
τεκνοφαγία
τεκνοφάγος
τεκνοφονέω
τεκνοφόνος
τεκνόω
τέκνωμα
τέκνωσις
τεκοκτόνος
τέκος
τέκταινα
τεκταίνομαι
Τεκταῖον
τεκτόναρχος
τεκτονεῖον
τεκτονεύω
τεκτονέω
τεκτονία
τεκτονικός
View word page
τεκοκτόνος
τεκοκτόνος
,
ον
,
A).
=
τεκνοκτόνος
, v.
τεκεκτόνος
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τεκοκτόνος
Headword (normalized):
τεκοκτόνος
Headword (normalized/stripped):
τεκοκτονος
IDX:
102885
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102886
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τεκοκτόνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">τεκνοκτόνος</span> , v. <span class="ref greek">τεκεκτόνος</span> .</div> </div><br><br>'}