Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τεκνόγονος
τεκνοδαίτης
τεκνοδότης
τεκνόεις
τεκνόθρεπτος
τεκνοκτονέω
τεκνοκτονία
τεκνόκτονος
τεκνολέτειρα
τέκνον
τεκνοπαράδοτος
τεκνοποιέω
τεκνοποίησις
τεκνοποιητικός
τεκνοποιία
τεκνόποινος
τεκνοποιός
τεκνοραίστης
τεκνοσπορία
τεκνοσπορικός
τεκνοσπόρος
View word page
τεκνοπαράδοτος
τεκνοπαράδοτος,
A). v. τεχνοπαράδοτος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τεκνοπαράδοτος
Headword (normalized):
τεκνοπαράδοτος
Headword (normalized/stripped):
τεκνοπαραδοτος
IDX:
102860
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102861
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τεκνοπαράδοτος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τεχνοπαράδοτος</span> .</div> </div><br><br>'}