Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τεκμορεύω
τέκμωρ
τεκνίδιον
τεκνίον
τεκνογέννητος
τεκνογονέω
τεκνογονία
τεκνόγονος
τεκνοδαίτης
τεκνοδότης
τεκνόεις
τεκνόθρεπτος
τεκνοκτονέω
τεκνοκτονία
τεκνόκτονος
τεκνολέτειρα
τέκνον
τεκνοπαράδοτος
τεκνοποιέω
τεκνοποίησις
τεκνοποιητικός
View word page
τεκνόεις
τεκνό-εις,
A). v. τεκνοῦς .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τεκνόεις
Headword (normalized):
τεκνόεις
Headword (normalized/stripped):
τεκνοεις
IDX:
102853
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102854
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τεκνό-εις</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τεκνοῦς</span> .</div> </div><br><br>'}