Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τειχοποιία
τειχοποιικός
τειχοποιός
τεῖχος
τειχοσκοπία
τειχοφυλακέω
τειχοφύλαξ
τειχύδριον
τείχωμα
τειχωτός
τείως
τεκετόνος
τεκμαίρομαι
τέκμαρ
τέκμαρσις
τεκμαρτέος
τεκμαρτικός
τεκμαρτός
τεκμήριον
τεκμηριόω
τεκμηριώδης
View word page
τείως
τείως, Adv., Ep. for τέως (q.v.). τέκε, τεκεῖν,
A). v. τίκτω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τείως
Headword (normalized):
τείως
Headword (normalized/stripped):
τειως
IDX:
102829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102830
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τείως</span>, Adv., Ep. for <span class="foreign greek">τέως</span> (q.v.). <span class="orth greek">τέκε</span>, <span class="orth greek">τεκεῖν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τίκτω</span> .</div> </div><br><br>'}