Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
τειχοποιέω
τειχοποιία
τειχοποιικός
τειχοποιός
τεῖχος
τειχοσκοπία
τειχοφυλακέω
τειχοφύλαξ
τειχύδριον
τείχωμα
τειχωτός
τείως
τεκετόνος
τεκμαίρομαι
τέκμαρ
τέκμαρσις
τεκμαρτέος
τεκμαρτικός
τεκμαρτός
τεκμήριον
τεκμηριόω
View word page
τειχωτός
τειχ-ωτός
,
ή
,
όν
,
A).
=
τειχικός, στέφανος
CIL
3
(Supp.).
13648
(Amastris), etc.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τειχωτός
Headword (normalized):
τειχωτός
Headword (normalized/stripped):
τειχωτος
IDX:
102828
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102829
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τειχ-ωτός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">τειχικός, στέφανος</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">CIL</span> 3 </span> (Supp.).<span class="bibl"> 13648 </span> (Amastris), etc.</div> </div><br><br>'}