Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τειχόδομος
τειχοκαταλύτης
τειχοκρατέω
τειχολέτις
τειχομαχέω
τειχομάχης
τειχομαχία
τειχομαχικός
τειχόμαχος
τειχομελής
τειχοπόης
τειχοποιέω
τειχοποιία
τειχοποιικός
τειχοποιός
τεῖχος
τειχοσκοπία
τειχοφυλακέω
τειχοφύλαξ
τειχύδριον
τείχωμα
View word page
τειχοπόης
τειχοπόης,
A). v. τειχοποιός 11 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τειχοπόης
Headword (normalized):
τειχοπόης
Headword (normalized/stripped):
τειχοποης
IDX:
102817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102818
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τειχοπόης</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τειχοποιός</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1440.tlg001:11" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1440.tlg001:11/canonical-url/"> 11 </a>.</div> </div><br><br>'}