Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀντιπαραιτέομαι
ἀντιπαρακαλέω
ἀντιπαράκειμαι
ἀντιπαρακελεύομαι
ἀντιπαράκλησις
ἀντιπα[ράκρ]ισις
ἀντιπαραλαμβάνω
ἀντιπαραλλάσσω
ἀντιπαράλληλος
ἀντιπαραλυπέω
ἀντιπαραπέμπομαι
ἀντιπαραπήγνυμι
ἀντιπαραπλέω
ἀντιπαραπορεύομαι
ἀντιπαρασκευάζομαι
ἀντιπαρασκευή
ἀντιπαράστασις
ἀντιπαραστρατοπεδεύω
ἀντιπαράταξις
ἀντιπαρατάσσομαι
ἀντιπαρατείνω
View word page
ἀντιπαραπέμπομαι
ἀντιπαρα-πέμπομαι
,
ἀ. τῇ μνήμῃ
A).
to be cheered on one's way
[to death] by the remembrance,
Plu.
2.1099d
.
ShortDef
to be cheered on one's way
Debugging
Headword:
ἀντιπαραπέμπομαι
Headword (normalized):
ἀντιπαραπέμπομαι
Headword (normalized/stripped):
αντιπαραπεμπομαι
IDX:
10278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10279
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντιπαρα-πέμπομαι</span>, <span class="foreign greek">ἀ. τῇ μνήμῃ</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be cheered on one\'s way</span> [to death] by the remembrance, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.1099d </span>.</div> </div><br><br>'}