Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
τεγκτός
τέγξις
τέγος
τεθαλυῖα
τεθαρρηκότως
τεθάφαται
τέθηπα
τέθμιος
τέθναθι
τεθνακοχαλκίδας
τεθολώς
τεθορυβημένως
τεθράϊος
τεθριππεύω
τεθριπποβάμων
τεθριπποβάτης
τέθριππος
τεθριπποτροφέω
τεθριπποτρόφος
τεθρυλημένως
τεθρυμμένως
View word page
τεθολώς
τεθολώς·
ἀνάπλεως
, Amerias ap.
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τεθολώς
Headword (normalized):
τεθολώς
Headword (normalized/stripped):
τεθολως
IDX:
102766
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102767
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τεθολώς·</span> <span class="foreign greek">ἀνάπλεως</span>, Amerias ap.<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}