Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
τέγεος
τέγη
τεγίδιον
τεγκτός
τέγξις
τέγος
τεθαλυῖα
τεθαρρηκότως
τεθάφαται
τέθηπα
τέθμιος
τέθναθι
τεθνακοχαλκίδας
τεθολώς
τεθορυβημένως
τεθράϊος
τεθριππεύω
τεθριπποβάμων
τεθριπποβάτης
τέθριππος
τεθριπποτροφέω
View word page
τέθμιος
τέθμιος
,
A).
v.
θέσμιος
,
τεθμός
, v.
θεσμός
.
τεθμοφούλαξ
, v.
θεσμοφύλαξ
.
ShortDef
settled, regular
Debugging
Headword:
τέθμιος
Headword (normalized):
τέθμιος
Headword (normalized/stripped):
τεθμιος
IDX:
102763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102764
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τέθμιος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">θέσμιος</span> , <span class="orth greek">τεθμός</span>, v. <span class="ref greek">θεσμός</span> . <span class="orth greek">τεθμοφούλαξ</span>, v. <span class="ref greek">θεσμοφύλαξ</span> .</div> </div><br><br>'}