Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ταχυτόκος
ταχυφθίμενος
ταχυφυής
ταχύφωνος
ταχυειλής
ταχύχειρ
ταχυχειρία
τάων
ταωνικός
ταώνιος
τάως
ταώς
τε1
τέ1
τέ2
τεαρσιηκις
τεαύτα
τεβεις
τεγγύρος
τέγγω
Τεγέα
View word page
τάως
τάως·
τέως, Κρῆτες
,
Hsch.
: cf.
ἅως
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τάως
Headword (normalized):
τάως
Headword (normalized/stripped):
ταως
IDX:
102741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102742
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τάως·</span> <span class="foreign greek">τέως, Κρῆτες</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>: cf. <span class="foreign greek">ἅως</span>.</div><br><br>'}