Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ταχυπέτης
ταχυπλοέω
ταχυπλοΐα
ταχύπλοος
ταχυπνοέω
ταχύπνοια
ταχύπομπος
ταχύπορος
ταχύποτμος
ταχύπους
ταχύπτερνος
ταχυπτερορρυέω
ταχύπτερος
ταχύπωλος
ταχύρροθος
ταχύρροος
ταχύρρωστος
ταχύς
ταχυστροφάλιγξ
ταχύτεκνος
ταχυτής
View word page
ταχύπτερνος
τᾰχῠ/-πτερνος, ον,
A). with swift heels, swift-footed, ἵπποι Thgn. 551 .


ShortDef

swift-footed

Debugging

Headword:
ταχύπτερνος
Headword (normalized):
ταχύπτερνος
Headword (normalized/stripped):
ταχυπτερνος
IDX:
102720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102721
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τᾰχῠ/-πτερνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with swift heels, swift-footed</span>, <span class="quote greek">ἵπποι</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Thgn.</span> 551 </span> .</div> </div><br><br>'}