ταχύνω
τᾰχύνω,
A). make quickly, κοιλὴν κάπετον χερσὶ ταχύνατε Aj. 1404 (anap.); ὡς δύνασαι .. ταχύνας σπεῦσον κοιλὴν κάπετον ib. 1164 (anap.); τάδε τοί με σπερχόμενος ταχύνει such are the words by which he urging hastens me, i.e. urges me to hasten, Alc. 257 (lyr.):— Pass., σελὶς ταχυνομένη quickly written, ( 6.227 ).
II). intr., to be quick, make haste, hurry, Pers. 692 , Ch. 660 , OT 861 , OC 219 (lyr.), Ec. 582 : in Prose, Cyr. 8.5.15 : c. gen., τοῦ ποιῆσαι Ge. 18.7 .
2). to be early, ταχύνουσαν ἢ βραδύνουσαν ἀκμὴν προδιαγνῶναι . 19.201