Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ταχύιππος
ταχυκάρδιος
ταχυκατάφορος
ταχυκίνησις
ταχυκίνητος
ταχυκρίσιμος
ταχυμαθής
ταχυμάχης
ταχυμετάβολος
ταχύμηνις
ταχύμητις
ταχύμορος
ταχύμυθος
ταχυναυτέω
ταχύνοια
ταχύνω
ταχυπαθής
ταχυπειθής
ταχυπέτης
ταχυπλοέω
ταχυπλοΐα
View word page
ταχύμητις
τᾰχῠ/-μητις,
A). = ταχύβουλος , Hsch. s.v. ἀργιμήτας .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ταχύμητις
Headword (normalized):
ταχύμητις
Headword (normalized/stripped):
ταχυμητις
IDX:
102702
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102703
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τᾰχῠ/-μητις</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ταχύβουλος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἀργιμήτας</span> .</div> </div><br><br>'}