Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τάφρη
ταφροβολέω
ταφροειδής
ταφροποιέω
τάφρος
ταφρώδης
ταφρωρύχος
τάφρωσις
ταφών
τάχᾰ
ταχέως
ταχεωστί
ταχίζω
ταχινά
ταχίνας
ταχινός
ταχίων
τάχος
ταχυάλωτος
ταχυβάμων
ταχυβάτης
View word page
ταχέως
τᾰχέως, Adv. of ταχύς (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ταχέως
Headword (normalized):
ταχέως
Headword (normalized/stripped):
ταχεως
IDX:
102660
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102661
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τᾰχέως</span>, Adv. of <span class="foreign greek">ταχύς</span> (q.v.).</div><br><br>'}