ταρχύω
ταρχύω, : fut. 3.208
A). -ύσω : Ep. aor. 16.456 τάρχῡσα , etc.:— Med., aor. 1.801 ἐταρχῡσάμην D. 37.96 , Ep. ταρχ- :— Pass., Ep. aor. 1.83 ταρχύθην [ῡ] AP 7.176 ( ); part. -θεῖσαν : pf. 369 τετάρχῡμαι IG 14.1374 :—bury solemnly, ὄφρα ἓ ταρχύσωσι ; 7.85 ἓ ταρχύσουσι τύμβῳ τε στήλῃ τε 16.456 ; θανοῦσαν .. τήνδ’ ὑπὸ βῷλον ταρχύσας Supp.Epigr. 2.874.8 (Egypt): metaph., οὔνομα τ. AP 7.537 ( ). (Cf. ταρχάνιον, τάρχανον, τέρχνεα, and perh. τριχῶσαι: prob. not connected with ταριχεύω). [ῡ in all tenses.]