Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ταρρός
ταρσικάριος
Ταρσικός
ταρσικοϋφικός
Ταρσογενής
ταρσός
ταρσόω
ταρσόομαι
ταρσώδης
τάρσωμα
ταρσωτός
Ταρτάρειος
Ταρτάριος
Ταρταρίζω
Ταρταρίτης
Ταρταρόπαις
Τάρταρος
Ταρταροῦχος
Ταρταρόφρουρος
Ταρταρόω
Ταρταρώδης
View word page
ταρσωτός
ταρς-ωτός,
A). v. ταρσώδης .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ταρσωτός
Headword (normalized):
ταρσωτός
Headword (normalized/stripped):
ταρσωτος
IDX:
102486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102487
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ταρς-ωτός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ταρσώδης</span> .</div> </div><br><br>'}