Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ταριχοπώλης
ταριχοπώλιον
τάριχος
τάριχος
ταριχοφαγία
ταριχώτης
ταρμύσσω
ταρνόν
ταριχταρόν
τάρπη
ταρπῆναι
τάρριον
τάρροθος
ταρρός
ταρσικάριος
Ταρσικός
ταρσικοϋφικός
Ταρσογενής
ταρσός
ταρσόω
ταρσόομαι
View word page
ταρπῆναι
ταρπῆναι, Ep. ταρπήμεναι,
A). v. τέρπω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ταρπῆναι
Headword (normalized):
ταρπῆναι
Headword (normalized/stripped):
ταρπηναι
IDX:
102473
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102474
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ταρπῆναι</span>, Ep. <span class="orth greek">ταρπήμεναι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τέρπω</span> .</div> </div><br><br>'}