Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ταριχοποιέω
ταριχοπράτισσα
ταριχοπωλέω
ταριχοπώλης
ταριχοπώλιον
τάριχος
τάριχος
ταριχοφαγία
ταριχώτης
ταρμύσσω
ταρνόν
ταριχταρόν
τάρπη
ταρπῆναι
τάρριον
τάρροθος
ταρρός
ταρσικάριος
Ταρσικός
ταρσικοϋφικός
Ταρσογενής
View word page
ταρνόν
ταρνόν· κολοβόν, κολοβόουρον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ταρνόν
Headword (normalized):
ταρνόν
Headword (normalized/stripped):
ταρνον
IDX:
102470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102471
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ταρνόν·</span> <span class="foreign greek">κολοβόν, κολοβόουρον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}