Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ταριχέμπορος
ταρίχευσις
ταριχευτήρ
ταριχευτής
ταριχευτικός
ταριχευτός
ταριχεύω
ταριχηγός
ταριχηρός
ταρίχιον
τάριχον
ταριχόπλεως
ταριχοποιέω
ταριχοπράτισσα
ταριχοπωλέω
ταριχοπώλης
ταριχοπώλιον
τάριχος
τάριχος
ταριχοφαγία
ταριχώτης
View word page
τάριχον
τᾰ/ρῑχ-ον, τό,
A). v. τάριχος fin.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τάριχον
Headword (normalized):
τάριχον
Headword (normalized/stripped):
ταριχον
IDX:
102458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102459
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τᾰ/ρῑχ-ον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τάριχος</span> fin.</div> </div><br><br>'}