Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Ταργυηνός
τάρες
ταριχᾶς
ταριχεία
ταριχηΐη
ταριχεῖον
ταριχέμπορος
ταρίχευσις
ταριχευτήρ
ταριχευτής
ταριχευτικός
ταριχευτός
ταριχεύω
ταριχηγός
ταριχηρός
ταρίχιον
τάριχον
ταριχόπλεως
ταριχοποιέω
ταριχοπράτισσα
ταριχοπωλέω
View word page
ταριχευτικός
τᾰρῑχ-ευτικός, , όν,
A). = ταριχηρός (which is v.l.), Dsc. 2.32 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ταριχευτικός
Headword (normalized):
ταριχευτικός
Headword (normalized/stripped):
ταριχευτικος
IDX:
102452
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102453
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τᾰρῑχ-ευτικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ταριχηρός</span> (which is v.l.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 2.32 </span>.</div> </div><br><br>'}