Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ταρβοσύνη
ταρβόσυνος
ταργαίνω
ταργάνη
τάργανον
ταργανόομαι
Ταργηλιών
Ταργυηνός
τάρες
ταριχᾶς
ταριχεία
ταριχηΐη
ταριχεῖον
ταριχέμπορος
ταρίχευσις
ταριχευτήρ
ταριχευτής
ταριχευτικός
ταριχευτός
ταριχεύω
ταριχηγός
View word page
ταριχεία
τᾰρῑχ-εία, lon.


ShortDef

a preserving, pickling

Debugging

Headword:
ταριχεία
Headword (normalized):
ταριχεία
Headword (normalized/stripped):
ταριχεια
IDX:
102445
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102446
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τᾰρῑχ-εία</span>, lon.</div><br><br>'}