Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ταπιδυφάντης
ταπιδύφος
τάπις
ταπιτάριος
ταπιτᾶς
ταπιτιοῦχος
ταρ
τάραγμα
ταραγμός
ταρακτήριον
ταράκτης
ταρακτικός
ταρακτός
τάρακτρον
ταράκτωρ
τάρανδος
Ταραντιναρχέω
Ταραντιναρχία
Ταραντίναρχος
Ταραντινίζω
Ταραντίνινος
View word page
ταράκτης
τᾰράκ-της, ου, ,
A). disturber, Lyc. 43 .


ShortDef

disturber

Debugging

Headword:
ταράκτης
Headword (normalized):
ταράκτης
Headword (normalized/stripped):
ταρακτης
IDX:
102403
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102404
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τᾰράκ-της</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">disturber</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 43 </span>.</div> </div><br><br>'}