Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ταπεινωτέον
ταπή
τάπης
ταπητάριος
ταπητέμπορος
ταπήτιον
ταπίδιον
ταπιδυφάντης
ταπιδύφος
τάπις
ταπιτάριος
ταπιτᾶς
ταπιτιοῦχος
ταρ
τάραγμα
ταραγμός
ταρακτήριον
ταράκτης
ταρακτικός
ταρακτός
τάρακτρον
View word page
ταπιτάριος
τᾰπῐτ-άριος
,
ὁ
,
A).
=
ταπητάριος
,
BGU
1082.2
(iv A.D.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ταπιτάριος
Headword (normalized):
ταπιτάριος
Headword (normalized/stripped):
ταπιταριος
IDX:
102396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102397
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τᾰπῐτ-άριος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ταπητάριος</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 1082.2 </span> (iv A.D.).</div> </div><br><br>'}