Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
τανύφλοιος
τανύφυλλος
τανυχειλής
τανύω
ταξᾶτος
ταξείδιον
ταξεώτης
ταξιαρχέω
ταξιάρχης
ταξιαρχία
ταξιαρχικός
ταξίαρχος
ταξίλοχος
ταξιόζωτος
ταξιόομαι
τάξις
ταξίφυλλος
ταξιώτης
τάξος
ταπεινολογία
ταπεινός
View word page
ταξιαρχικός
ταξῐαρχ-ικός
,
ή
,
όν
,
A).
of a
ταξίαρχος, ἐξουσία
PLond.
5.1708.87
(vi A.D.).
ShortDef
of a ταξίαρχος
Debugging
Headword:
ταξιαρχικός
Headword (normalized):
ταξιαρχικός
Headword (normalized/stripped):
ταξιαρχικος
IDX:
102367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102368
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ταξῐαρχ-ικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of a</span> <span class="quote greek">ταξίαρχος, ἐξουσία</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PLond.</span> 5.1708.87 </span> (vi A.D.).</div> </div><br><br>'}