Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τανύστροφος
τανυστύς
τανύσφυρος
τανύτριχος
τανυφάντης
τανύφθογγος
τανύφλοιος
τανύφυλλος
τανυχειλής
τανύω
ταξᾶτος
ταξείδιον
ταξεώτης
ταξιαρχέω
ταξιάρχης
ταξιαρχία
ταξιαρχικός
ταξίαρχος
ταξίλοχος
ταξιόζωτος
ταξιόομαι
View word page
ταξᾶτος
ταξᾶτος, η, ον, = Lat.
A). taxatus, PIand. 9.33 (ii A.D.).


ShortDef

taxatus

Debugging

Headword:
ταξᾶτος
Headword (normalized):
ταξᾶτος
Headword (normalized/stripped):
ταξατος
IDX:
102361
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102362
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ταξᾶτος</span>, <span class="itype greek">η</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = Lat. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">taxatus,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PIand.</span> 9.33 </span> (ii A.D.).</div> </div><br><br>'}