Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τανίφυλλος
ταννί
τανταλάσσεται
τανταλεία
ταντάλειος
τανταλίζω
τανταλόομαι
Τάνταλος
τανταλίδης
τανταλίς
τάνυ
τανύγληνος
τανύγλωσσος
τανυγλώχις
τανύδρομος
τανυέθειρα
τανυήκης
τανυῆλιξ
τανυηχέτᾰ
τανυηχής
τάνυθριξ
View word page
τάνυ
τάνυ,
A). v. ὅνυ .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τάνυ
Headword (normalized):
τάνυ
Headword (normalized/stripped):
τανυ
IDX:
102313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102314
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τάνυ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὅνυ</span> .</div> </div><br><br>'}