Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τανί
Τάνις
Τανίτης
Τανιτικὸν
τανισια
τανίσφυρος
τανίφυλλος
ταννί
τανταλάσσεται
τανταλεία
ταντάλειος
τανταλίζω
τανταλόομαι
Τάνταλος
τανταλίδης
τανταλίς
τάνυ
τανύγληνος
τανύγλωσσος
τανυγλώχις
τανύδρομος
View word page
ταντάλειος
ταντᾰ/λ-ειος, ταντᾰ/λ-εος, ταντᾰλ-ίδης, ταντᾰλ-ικός, ταντᾰλ-ίς,
A). v. Τάνταλος .


ShortDef

of or belonging to Tantalus

Debugging

Headword:
ταντάλειος
Headword (normalized):
ταντάλειος
Headword (normalized/stripped):
τανταλειος
IDX:
102307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102308
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ταντᾰ/λ-ειος</span>, <span class="orth greek">ταντᾰ/λ-εος</span>, <span class="orth greek">ταντᾰλ-ίδης</span>, <span class="orth greek">ταντᾰλ-ικός</span>, <span class="orth greek">ταντᾰλ-ίς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">Τάνταλος</span> .</div> </div><br><br>'}