Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τανήλοφος
τανθαρύζω
τανί
Τάνις
Τανίτης
Τανιτικὸν
τανισια
τανίσφυρος
τανίφυλλος
ταννί
τανταλάσσεται
τανταλεία
ταντάλειος
τανταλίζω
τανταλόομαι
Τάνταλος
τανταλίδης
τανταλίς
τάνυ
τανύγληνος
τανύγλωσσος
View word page
τανταλάσσεται
τανταλάσσεται δάκρυα· στάζει δάκρυα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τανταλάσσεται
Headword (normalized):
τανταλάσσεται
Headword (normalized/stripped):
τανταλασσεται
IDX:
102305
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102306
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τανταλάσσεται</span> <span class="foreign greek">δάκρυα· στάζει δάκρυα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}