Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ταναϋφής
τανάχαλκος
ταναῶπις
τανεῖαι
τανηλεγής
τανήλοφος
τανθαρύζω
τανί
Τάνις
Τανίτης
Τανιτικὸν
τανισια
τανίσφυρος
τανίφυλλος
ταννί
τανταλάσσεται
τανταλεία
ταντάλειος
τανταλίζω
τανταλόομαι
Τάνταλος
View word page
Τανιτικὸν
Τανῑτικὸν στόμα, of the Nile, Str.l.c.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Τανιτικὸν
Headword (normalized):
τανιτικὸν
Headword (normalized/stripped):
τανιτικον
IDX:
102300
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102301
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Τανῑτικὸν</span> <span class="foreign greek">στόμα</span>, of the Nile, Str.l.c.</div><br><br>'}