τᾰνηλεγής,
ές, perh.
A). bringing long woe, epith. of death,
μοῖρα τανηλεγέος θανάτοιο Od. 2.100 , etc.;
δύο κῆρε τ. θ.
Il. 8.70 ;
κὴρ .. τ. θ.
Od. 11.171 ,
Tyrt. 12.35 . Adv.
τανηλεγέως Supp.Epigr. 1.450 (Phrygia). (Apparently a compd. of
ἄλγος (
ἀλέγω) like
δυσηλεγής .)