Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τἄν
τᾶν
Τάν
τανάγρα
Τάναγρα
ταναγραϊκή
ταναήκης
ταναηχέτης
τάναι
ταναίμυκος
ταναίχαλκος
ταναόδειρος
ταναός
ταναύπους
ταναϋφής
τανάχαλκος
ταναῶπις
τανεῖαι
τανηλεγής
τανήλοφος
τανθαρύζω
View word page
ταναίχαλκος
ταναίχαλκος,
A). v. τανάχαλκος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ταναίχαλκος
Headword (normalized):
ταναίχαλκος
Headword (normalized/stripped):
ταναιχαλκος
IDX:
102286
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102287
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ταναίχαλκος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τανάχαλκος</span> .</div> </div><br><br>'}