Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ταμίευσις
ταμιευτήριον
ταμιευτής
ταμιευτικός
ταμιεύτωρ
ταμιεύω
ταμίη
ταμικός
ταμιοῦχος
ταμιόω
Ταμιράδαι
ταμισίνης
ταμίσιον
τάμισος
τάμνω
τᾶμον
τἄν
τᾶν
Τάν
τανάγρα
Τάναγρα
View word page
Ταμιράδαι
Ταμιράδαι· ἱερεῖς τινες ἐν Κύπρῳ, Hsch.; cf. Tacit. Hist. 2.3 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Ταμιράδαι
Headword (normalized):
ταμιράδαι
Headword (normalized/stripped):
ταμιραδαι
IDX:
102270
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102271
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Ταμιράδαι·</span> <span class="foreign greek">ἱερεῖς τινες ἐν Κύπρῳ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. Tacit.<span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Hist.</span> 2.3 </span>.</div><br><br>'}