Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ταμιεία
ταμιείδιον
ταμιεῖον
ταμίευμα
ταμίευσις
ταμιευτήριον
ταμιευτής
ταμιευτικός
ταμιεύτωρ
ταμιεύω
ταμίη
ταμικός
ταμιοῦχος
ταμιόω
Ταμιράδαι
ταμισίνης
ταμίσιον
τάμισος
τάμνω
τᾶμον
τἄν
View word page
ταμίη
τᾰμῐ/-η, τᾰμῐ/-ης, Ep. and Ion. for ταμία, ταμίας.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ταμίη
Headword (normalized):
ταμίη
Headword (normalized/stripped):
ταμιη
IDX:
102266
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102267
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τᾰμῐ/-η</span>, <span class="orth greek">τᾰμῐ/-ης</span>, Ep. and Ion. for <span class="foreign greek">ταμία, ταμίας</span>.</div><br><br>'}