Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ταλαύρινος
ταλάφρων
ταλάωρ
ταλίκος
τᾶλις
ταλῶς
ταμεία
ταμεῖον
ταμεσίχρως
ταμία1
ταμία2
ταμιακός
τάμιας
ταμιεία
ταμιείδιον
ταμιεῖον
ταμίευμα
ταμίευσις
ταμιευτήριον
ταμιευτής
ταμιευτικός
View word page
ταμία2
τᾱμία,
A). = ζημία , Hsch.


ShortDef

a housekeeper, housewife
[controller, treasurer > ταμίας]

Debugging

Headword:
ταμία2
Headword (normalized):
ταμία
Headword (normalized/stripped):
ταμια2
IDX:
102253
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102254
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τᾱμία</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ζημία</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}