Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ταλάσιος
ταλασιουργέω
ταλασιουργία
ταλασιουργικός
ταλασιουργός
ταλασίφρων
ταλάσσῃς
ταλαύρινος
ταλάφρων
ταλάωρ
ταλίκος
τᾶλις
ταλῶς
ταμεία
ταμεῖον
ταμεσίχρως
ταμία1
ταμία2
ταμιακός
τάμιας
ταμιεία
View word page
ταλίκος
τᾱλίκος, ον, Dor. for τηλίκος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ταλίκος
Headword (normalized):
ταλίκος
Headword (normalized/stripped):
ταλικος
IDX:
102246
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102247
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τᾱλίκος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, Dor. for <span class="foreign greek">τηλίκος</span>.</div><br><br>'}