Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ταλαντιεῖος
ταλαντισμός
τάλαντον
ταλαντόομαι
ταλαντοῦχος
ταλάντωσις
ταλαός
ταλαπαθής
ταλαπείριος
ταλαπενθής
ταλάπης
ταλάριον
ταλαρίσκος
τάλαρος
τάλας
ταλασήϊος
ταλασία
ταλάσιος
ταλασιουργέω
ταλασιουργία
ταλασιουργικός
View word page
ταλάπης
ταλάπης
,
ου
,
ὁ
, a plant similar to the
κεντρῖτις
,
PMag.Par.
1.812
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ταλάπης
Headword (normalized):
ταλάπης
Headword (normalized/stripped):
ταλαπης
IDX:
102229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102230
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ταλάπης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, a plant similar to the <span class="foreign greek">κεντρῖτις</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMag.Par.</span> 1.812 </span>.</div><br><br>'}