Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ταλαιπωρισμός
ταλαίπωρος
ταλαίφρων
ταλακάρδιος
ταλανίζω
ταλαντάω
ταλαντεία
ταλαντεύω
ταλαντιαῖος
ταλαντιεῖος
ταλαντισμός
τάλαντον
ταλαντόομαι
ταλαντοῦχος
ταλάντωσις
ταλαός
ταλαπαθής
ταλαπείριος
ταλαπενθής
ταλάπης
ταλάριον
View word page
ταλαντισμός
τᾰλαντ-ισμός, , name of a tax, dub. in BGU 1850.14 (i B.C.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ταλαντισμός
Headword (normalized):
ταλαντισμός
Headword (normalized/stripped):
ταλαντισμος
IDX:
102220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102221
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τᾰλαντ-ισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, name of a tax, dub. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 1850.14 </span> (i B.C.).</div><br><br>'}