Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τακερόχρως
τακερόω
τακέρωσις
τακηρός
τάκιστα
τακτέον
τάκτης
τακτικός
τακτόμισθος
τακτός
τάκω
τάκων
τάλα
ταλαεργός
ταλαίμοχθος
τάλαινα
Ταλαϊονίδης
ταλαιπωρέω
ταλαιπώρημα
ταλαιπώρησις
ταλαιπωρία
View word page
τάκω
τάκω [ᾱ], Dor. for τήκω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τάκω
Headword (normalized):
τάκω
Headword (normalized/stripped):
τακω
IDX:
102197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102198
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τάκω</span> <span class="foreign greek"> [ᾱ</span>], Dor. for <span class="foreign greek">τήκω</span>.</div><br><br>'}