Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ταινία
ταινιάζω
ταινίδιον
ταινίν
ταινιοειδής
ταινίον
ταινιόπωλις
ταινιόω
ταινιώδης
ταινιωτικός
ταιννί
ταΐτης
τακερός
τακερόχρως
τακερόω
τακέρωσις
τακηρός
τάκιστα
τακτέον
τάκτης
τακτικός
View word page
ταιννί
ταιννί
,
A).
v.
ὁνί
.
ταῖννυ
, v.
ὅνυ
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ταιννί
Headword (normalized):
ταιννί
Headword (normalized/stripped):
ταιννι
IDX:
102184
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102185
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ταιννί</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὁνί</span> . <span class="orth greek">ταῖννυ</span>, v. <span class="ref greek">ὅνυ</span> .</div> </div><br><br>'}