Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ταγοῦχος
τάγυρῐ
τάγχαρας
ταγώνιον
τᾷδε
τάδην
ταθείς
ταθρίσιον
Ταιναριεύς
Ταίναρος
ταινί
ταινία
ταινιάζω
ταινίδιον
ταινίν
ταινιοειδής
ταινίον
ταινιόπωλις
ταινιόω
ταινιώδης
ταινιωτικός
View word page
ταινί
ταινί,
A). v. ὁνί .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ταινί
Headword (normalized):
ταινί
Headword (normalized/stripped):
ταινι
IDX:
102173
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102174
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ταινί</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὁνί</span> .</div> </div><br><br>'}