Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ταγηνάριον
ταγηνίας
ταγηνίζω
ταγήνισις
ταγηνισταί
ταγηνιστός
ταγηνίτης
ταγηνοκνισοθήρας
τάγηνον
ταγηνοστρόφιον
τάγιλος
τάγμα
ταγματάρχης
ταγματικός
ταγμάτιον
ταγός
ταγοῦχος
τάγυρῐ
τάγχαρας
ταγώνιον
τᾷδε
View word page
τάγιλος
τάγιλος· φειδωλός, Hsch. τάγιος· κῆρυξ, πρεσβευτής, ὀξύς, ταχύς, βάσιμος, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τάγιλος
Headword (normalized):
τάγιλος
Headword (normalized/stripped):
ταγιλος
IDX:
102157
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102158
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τάγιλος·</span> <span class="foreign greek">φειδωλός</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">τάγιος·</span> <span class="foreign greek">κῆρυξ, πρεσβευτής, ὀξύς, ταχύς, βάσιμος</span>, Id.</div><br><br>'}