Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ταβλιόπη
ταβλιστήριον
ταβλιστής
τάβλον
ταβλοπάροχος
τάβλωμα
ταβλωτός
ταγά
ταγαῖος
ταγαρίζα
ταγατίζων
ταγγή
ταγγίασις
ταγγίζω
ταγγός
ταγεία
ταγείς
τάγευμα
ταγεύω
ταγέω
ταγή
View word page
ταγατίζων
ταγατίζων·
κιχλίζων
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ταγατίζων
Headword (normalized):
ταγατίζων
Headword (normalized/stripped):
ταγατιζων
IDX:
102135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102136
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ταγατίζων·</span> <span class="foreign greek">κιχλίζων</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}