Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ταβελλίων
ταβερνοδύτης
τάβλα
ταβλάριος
ταβλίζω
ταβλίον
ταβλιόπη
ταβλιστήριον
ταβλιστής
τάβλον
ταβλοπάροχος
τάβλωμα
ταβλωτός
ταγά
ταγαῖος
ταγαρίζα
ταγατίζων
ταγγή
ταγγίασις
ταγγίζω
ταγγός
View word page
ταβλοπάροχος
ταβλοπάροχος
,
ὁ
, sine interpr.,
Gloss.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ταβλοπάροχος
Headword (normalized):
ταβλοπάροχος
Headword (normalized/stripped):
ταβλοπαροχος
IDX:
102129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102130
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ταβλοπάροχος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, sine interpr., <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}