Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σωφρονισμός
σωφρονιστήρ
σωφρονιστήριον
σωφρονιστής
σωφρονιστικός
σωφρονιστύς
σωφροσύνη
σωφρόσυνος
σώφρων
σώχω
σώω
Τ
τ’
τά
ταβαίτας
ταβάλα
ταβάσιος
ταβέλλα
ταβελλάριος
ταβελλίων
ταβερνοδύτης
View word page
σώω
σώω, Ep. for σῴζω (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σώω
Headword (normalized):
σώω
Headword (normalized/stripped):
σωω
IDX:
102110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102111
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σώω</span>, Ep. for <span class="foreign greek">σῴζω</span> (q.v.).</div><br><br>'}