Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σωσίοικος
σωσίπολις
σωστέος
σωστικός
σωστός
σῶστρα
σώτειρα
σωτέος
σωτήρ
σωτηρία
σωτηριακόν
σωτηριασταί
σωτηρικά
σωτήριος
σωτηριώδης
σῶτρον
σωφρονέω
σωφρόνημα
σωφρονητέον
σωφρονίζω
σωφρονικός
View word page
σωτηριακόν
σωτηρ-ιᾰκόν·
τὸ εἰς ἐκφορὰν νεκροῦ διδόμενον
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σωτηριακόν
Headword (normalized):
σωτηριακόν
Headword (normalized/stripped):
σωτηριακον
IDX:
102088
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102089
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σωτηρ-ιᾰκόν·</span> <span class="foreign greek">τὸ εἰς ἐκφορὰν νεκροῦ διδόμενον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}