Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σωρῖτις
σωροβόλιον
σωροειδής
σωρός
σωρότερος
σῶρυ
σῶς
σῶς
σώσανδρον
σωσάνιον
σωσίβιοι
σωσίοικος
σωσίπολις
σωστέος
σωστικός
σωστός
σῶστρα
σώτειρα
σωτέος
σωτήρ
σωτηρία
View word page
σωσίβιοι
σωσίβιοι· οἱ κωβιοί, Hsch. σώσικες· οἱ ἑφθοὶ κύαμοι, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σωσίβιοι
Headword (normalized):
σωσίβιοι
Headword (normalized/stripped):
σωσιβιοι
IDX:
102077
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102078
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σωσίβιοι·</span> <span class="foreign greek">οἱ κωβιοί</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">σώσικες·</span> <span class="foreign greek">οἱ ἑφθοὶ κύαμοι</span>, Id.</div><br><br>'}