Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σωρίτης
σωριτικός
σωρῖτις
σωροβόλιον
σωροειδής
σωρός
σωρότερος
σῶρυ
σῶς
σῶς
σώσανδρον
σωσάνιον
σωσίβιοι
σωσίοικος
σωσίπολις
σωστέος
σωστικός
σωστός
σῶστρα
σώτειρα
σωτέος
View word page
σώσανδρον
σώσανδρον
,
τό
,
A).
=
δελφίνιον
, Ps.-
Dsc.
3.73
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σώσανδρον
Headword (normalized):
σώσανδρον
Headword (normalized/stripped):
σωσανδρον
IDX:
102075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102076
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σώσανδρον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">δελφίνιον</span> , Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 3.73 </span>.</div> </div><br><br>'}